φερεγγυότητα

φερεγγυότητα
η, Ν
η ιδιότητα τού φερέγγυου, αξιοπιστία, ικανότητα εκπλήρωσης υποχρεώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φερέγγυος. Η λ., στον λόγιο τ. φερεγγυότης, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φερεγγυότητα — η η ιδιότητα του φερέγγυου (βλ. λ.), η αξιοπιστία, η εμπιστοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αψεύδεια — ἀψεύδεια και ἀψευδία, η (Α) [αψευδής] 1. το να μη λέει κάποιος ψέματα, η φιλαλήθεια 2. η φερεγγυότητα …   Dictionary of Greek

  • δανειοληπτικός — ή, ό φρ. «δανειοληπτική ικανότητα» η φερεγγυότητα ατόμου, οργανισμού ή χώρας που επιτρέπει τη σύναψη δανείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάνειο + ληπτικός < λαμβάνω] …   Dictionary of Greek

  • ευχρηστία — η (Α εὐχρηστία) [εύχρηστος] ευχέρεια, ευκολία στη χρήση, εύκολη χρήση αρχ. 1. ωφελιμότητα, χρησιμότητα 2. πίστη στις συναλλαγές, φερεγγυότητα …   Dictionary of Greek

  • κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”